δυσαρθρία

δυσαρθρία
η
δυσκολία στην άρθρωση τών συλλαβών τών λέξεων, είδος τραυλισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βραδυγλωσσία — η η δυσχέρεια στην ομιλία, βατταρισμός ή δυσαρθρία …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”